παραγαύδης

παραγαύδης
παραγαύδης
Meaning: `cloth with purple border (Lyd. Mag. 1,17; 2, 4)
Derivatives: παραγαύδιον (P. Oxy. 1026,12V s. p.C.n.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] OPers.
Etymology: Certainly from Old Persian, R. Schmitt, Gl. 49, 1971, 107-110.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραγαύδης — garment with purple border masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγαύδης — ὁ, Α είδος ενδύματος με πορφυρή παρυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από την Ιρανική, πιθ. από αρχαία περσική λ. (πρβλ. και λατ. paragauda / paragaudis] …   Dictionary of Greek

  • παραγαύδιον — και παραγαύδιν, τὸ, Α [παραγαύδης] υποκορ. τού παραγαύδης …   Dictionary of Greek

  • παρακαυδωτός — ή, όν, ουδ. και παρακαυτωδόν, Α 1. (για φόρεμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή («μαφόρια γυναικεία παρακαυδωτά», πάπ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρακαυδωτόν ή τὸ παρακαυτωδόν ο παραγαύδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα: παραγαύδης, παραγαύδιον] …   Dictionary of Greek

  • παραγαύδας — παραγαύδᾱς , παραγαύδης garment with purple border masc acc pl παραγαύδᾱς , παραγαύδης garment with purple border masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγάδι — Πολυάγκιστρο αλιευτικό εργαλείο. Αποτελείται από ένα μακρύ νήμα, βαμβακερό ή συνθετικό, στο οποίο κατά διαστήματα κρεμιούνται δευτερεύοντα νήματα μικρού μήκους με ένα αγκίστρι. Η απόσταση ανάμεσα στα δευτερεύοντα νήματα, το αγκίστρι, το δόλωμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”